ἐπιβλήδην
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
Adv. A laying on, ἐλάοντες, of hammers, A.R.2.80.
German (Pape)
[Seite 929] darauf werfend, schlagend, Ap. Rh. 2, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλήδην: Ἐπίρρ. (ἐπιβάλλω) ἐπιβλητικῶς, ὡς δ’ ὅτι νήϊα δοῦρα... ἀνέρες ὑληουργοὶ ἐπιβλήδην ἐλάοντες, συναρμόζοντες τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 80.
Greek Monolingual
ἐπιβλήδην (Α)
επίρρ. με σφυρηλάτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλήδην «με εκτόξευση»].