ἐπιδιαρρήγνυμαι

From LSJ
Revision as of 09:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαρρήγνῠμαι Medium diacritics: ἐπιδιαρρήγνυμαι Low diacritics: επιδιαρρήγνυμαι Capitals: ΕΠΙΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΑΙ
Transliteration A: epidiarrḗgnymai Transliteration B: epidiarrēgnymai Transliteration C: epidiarrignymai Beta Code: e)pidiarrh/gnumai

English (LSJ)

aor. -διερράγην [ᾰ], Pass., A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.

Greek Monolingual

ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.

Middle Liddell

aor2 -διερράγην
Pass. to burst at or because of a thing, Ar.