ἐπογμεύω
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
(ὄγμος) A trace a furrow: hence, metaph of dancing, ἐ. κύκλον ὀρχηθμοῖο Tryph.354.
German (Pape)
[Seite 1006] κύκλον, einen Kreis ziehen, eigtl. furchen, Tryph. 354.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπογμεύω: κύκλον, ἀνοίγω κυκλικὴν αὔλακα, σχηματίζω κύκλον, Τρυφιόδ. 354.
Greek Monolingual
ἐπογμεύω (Α)
φρ. «ἐπογμεύω κύκλον» — ανοίγω κυκλικό όγμο. κυκλικό αυλάκι.