ἐπιπορφυρίζω
From LSJ
Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt
English (LSJ)
A have a tinge of purple, Arist.Col.796b14, Thphr. HP3.18.2, 6.2.1, al.
German (Pape)
[Seite 972] ins Pupurfarbige fallen, spielen, Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπορφῠρίζω: κλίνω εἰς τὸ πορφυροῦν χρῶμα, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 26, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 2.
Greek Monolingual
ἐπιπορφυρίζω (Α) πορφυρίζω
είμαι κοκκινωπός, κλίνω προς το πορφυρό χρώμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπορφῠρίζω: иметь пурпурный оттенок, отливать пурпуром (ἄνθος λευκὸν ἐπιπορφυρίζον Arst.).