ἑξάχρονος

From LSJ
Revision as of 10:55, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάχρονος Medium diacritics: ἑξάχρονος Low diacritics: εξάχρονος Capitals: ΕΞΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: hexáchronos Transliteration B: hexachronos Transliteration C: eksachronos Beta Code: e(ca/xronos

English (LSJ)

ον, A of six times, (πούς) Heph.3.2, cf. Procl. in Prm. p.990S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάχρονος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἓξ χρόνων (βραχέων), ὡς π.χ. ὁ μολοσσός, Ἡφαιστ. 3. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑξάχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονον
χρονικό διάστημα έξι ετών.