ἑπταήμερος

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπταήμερος Medium diacritics: ἑπταήμερος Low diacritics: επταήμερος Capitals: ΕΠΤΑΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: heptaḗmeros Transliteration B: heptaēmeros Transliteration C: eptaimeros Beta Code: e(ptah/meros

English (LSJ)

ον, A lasting seven days, D.C.76.1.

German (Pape)

[Seite 1012] siebentägig, ἑορτή D. Cass. 76, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταήμερος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑπτὰ ἡμερῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, Δίων Κ. 76. 1˙ πρβλ. ἑπτήμερος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπταήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί επτά ημέρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επταήμερο
χρονικό διάστημα επτά ημερών
μσν.
ηλικίας επτά ημερών.