ἀκαμαντομάχας
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
α, ὁ, A unwearied in fight, Id.P.4.171.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντομᾰχας
1 never weary of battle Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς ἀκαμαντομάχαι (P. 4.171) frag. ἀ]καμαν[τ]ομαχα[ (supp. Lobel.) Πα. 22f. 6.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντομάχᾱς) -ᾱ
• Prosodia: [-μᾰ-]
incansable en la batalla Ζηνὸς υἱοί Pi.P.4.171, cf. Fr.52wf.6.
Greek Monolingual
ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α)
ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη
«ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + -μάχας < μάχη.