ἀνάπτυκτος
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον, A that may be opened, Arist.PA683b15.
German (Pape)
[Seite 204] entwickelt, erklärt; zu entwickeln, Arist. part. anim. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπτυκτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.
Greek Monolingual
ἀνάπτυκτος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί.