ἀμύαλος

From LSJ
Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύαλος Medium diacritics: ἀμύαλος Low diacritics: αμύαλος Capitals: ΑΜΥΑΛΟΣ
Transliteration A: amýalos Transliteration B: amyalos Transliteration C: amyalos Beta Code: a)mu/alos

English (LSJ)

ον, for ἀμύελος, A without marrow, Tab.Defix.Aud.162.19, cf. 168.31.

Spanish (DGE)

v. ἀμύελος.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < - στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος].

Greek Monolingual

ἀμύαλος, -ον (Α)
βλ. αμύελος.