ἀμαθώδης
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ες, A sandy, ποταμός Str.8.3.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄμμῳ· πλήρης ἄμμου, ἀμμώδης ποταμός, Στράβ. 344.
Spanish (DGE)
-ες
arenoso τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.
Greek Monolingual
ἀμαθώδης, -ες (Α)
αμμουδερός, αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. -ώδης].