δοχείο
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
το (AM δοχεῑον
Α και δοχήιον) δέχομαι
σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο
μσν.- νεοελλ.
αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι
νεοελλ.
1. ουροδοχείο, αγγείο
2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» — κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι
μσν.
1. χτιστός λάκκος όπου χύνεται ο μούστος από το πατητήρι
2. ξενώνας μοναστηριού.