αὐότης
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Att. αὑότης, ητος, ἡ, A dryness, Arist.HA518a11.
Greek (Liddell-Scott)
αὐότης: Ἀττ. αὐότης, ητος, ἡ, ξηρότης, ξηρασία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 5.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
desecación οὐχ αὐ. ἐστὶν ἡ πολιότης Arist.HA 518a11.
Greek Monolingual
αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) αύος
ξηρότητα, ξηρασία.
Russian (Dvoretsky)
αὐότης: атт. αὑότης, ητος ἡ сухость Arst.