εὐάγων
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, A of successful contests, τιμά Pi.N.10.38.
German (Pape)
[Seite 1055] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγων: ᾰ ωνος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἐπιτυχῶν ἀγώνων, εὐάγων τιμά, «ἡ ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι τοῖς εὖ ἀγωνισθεῖσιν, ἢ εὖ καὶ καλῶς, τιμή» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 71.
English (Slater)
εὐᾰγων
&nbnbsp;1 of successful contests ἕπεται δὲ (ἐπέβα coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (N. 10.38)
Greek Monolingual
εὐάγων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («εὐάγων τιμά» — η τιμή για τους επιτυχείς αγώνες, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγών].
Russian (Dvoretsky)
εὐάγων: ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях (τιμά Pind.).