εὐθυγραμμικός

From LSJ
Revision as of 01:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγραμμικός Medium diacritics: εὐθυγραμμικός Low diacritics: ευθυγραμμικός Capitals: ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΙΚΟΣ
Transliteration A: euthygrammikós Transliteration B: euthygrammikos Transliteration C: efthygrammikos Beta Code: eu)qugrammiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A rectilinear, ἀριθμός Iamb. in Nic.p.56P. Adv. -κῶς, στίχος εὐ. ἐκκείμενος ib.p.96 P.

German (Pape)

[Seite 1070] ή, όν, die geradlinigen Figuren betreffend, Iambl.

Greek Monolingual

εὐθυγραμμικός, -ή, -όν (Α) ευθύγραμμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ευθύγραμμο σχήμα, ο ευθύγραμμος.