ταυρομέτωπος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον, A bull-faced, Orph.H.45.1.
German (Pape)
[Seite 1074] mit der Stirn od. dem Angesicht eines Stiers, Orph. H. 44, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον ἢ πρόσωπον ταύρου, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. λευκο-μέτωπος].