τεράζω
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
or (acc. to Hdn.Gr.1.443) τερᾴζω, A interpret portents or prodigies, A.Ag.125 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1092] Zeichen deuten, auslegen, weissagen, οὕτω δ' εἶπε τεράζων, Aesch. Ag. 124. Auch = τερατεύομαι, Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
τεράζω: ἢ (κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 23) τερᾴζω, τερατεύω, ἑρμηνεύω τὰ τέρατα, δηλ. τὰ σημεῖα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 125, πρβλ. ματάζω, σφαδάζω.
French (Bailly abrégé)
interpréter des présages, prophétiser.
Étymologie: τέρας.
Greek Monolingual
και τερᾴζω, Α τέρας
ερμηνεύω, εξηγώ θεϊκά σημάδια.
Greek Monotonic
τεράζω: ή τερᾴζω, μόνο στον ενεστ., (τέρας), ερμηνεύω τους οιωνούς ή τα φαινόμενα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τεράζω, only in pres.] τέρας
to interpret portents or prodigies, Aesch.