τετράγλώχις

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράγλώχῑς Medium diacritics: τετράγλώχις Low diacritics: τετράγλώχις Capitals: ΤΕΤΡΑΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: tetráglṓchis Transliteration B: tetraglōchis Transliteration C: tetraglochis Beta Code: tetra/glw/xis

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ, A with four angles, square, καὶ σὺ -γλώχιν . . Μαιάδος Ἑρμᾶ AP6.334 (Leon.).

Greek Monolingual

-ινος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος («καὶ σὺ τετραγλώχιν, μηλοσσόε, Μαιάδος Ἑρμᾱ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γλώχις (< γλωχίν «αιχμή, μύτη»), πρβλ. τρι-γλώχις].