τράφος

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράφος Medium diacritics: τράφος Low diacritics: τράφος Capitals: ΤΡΑΦΟΣ
Transliteration A: tráphos Transliteration B: traphos Transliteration C: trafos Beta Code: tra/fos

English (LSJ)

A = τάφρος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1135] ἡ, dor. = τάφρος, Tabul. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

τράφος: μεταγεν. τύπος τοῦ τάφρος, Ἰούλ. Ἀφρικ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 314, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 130.

Greek Monolingual

ο / τράφος, ἡ, ΝΜΑ
τάφρος
νεοελλ.
1. ανάχωμα κατά μήκος τάφρου από το χώμα που έχει εκσκαφεί
2. περίβολος από πέτρες χωρίς κονίαμα, ξερολιθιά
3. (στον Ερωτόκρ.) σωρός πραγμάτων που σχηματίζουν τοίχο («τω σκοτωμένω τα κορμιά, που κοίτουνταν αντάμη, τράφους εκάναν και βουνιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάφρος.