ἀπορύσσω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
A refodio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 323] abgraben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορύσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, σκάπτω ὀρύγματα, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
desenterrar βραχὺ τῆς ῥίζης Gp.5.36.1, lat. refodio, Gloss.2.239.