ἀρρενοτόκος

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοτόκος Medium diacritics: ἀρρενοτόκος Low diacritics: αρρενοτόκος Capitals: ΑΡΡΕΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: arrenotókos Transliteration B: arrenotokos Transliteration C: arrenotokos Beta Code: a)rrenoto/kos

English (LSJ)

ον, A bearing male children, Arist.GA723a27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.

Spanish (DGE)

-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.

Greek Monolingual

ἀρρενοτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοτόκος: Arst. = ἀρρενογόνος.