ἀσυνεχής
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ές, A not continuous; of winds, variable, Thphr.Vent. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνεχής: -ές, ὁ μὴ συνεχής, ἐπὶ ἀνέμων, εὐμετάβολος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 11.
Greek Monolingual
(Α ἀσυνεχής, -ές)
ο μη συνεχής
αρχ.
(για άνεμο) ο μεταβλητός.