ἰδιοσύγκριτος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ον, A peculiarly composed, Herm. ap. Stob.1.49.44.
German (Pape)
[Seite 1237] eigenthümlich zusammengesetzt, Hermes bei Stob. Ecl. phys. 1 p. 938.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιοσύγκρῐτος: -ον, κατ’ ἴδιον τρὸπον συντεθειμένος, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.
Greek Monolingual
ἰδιοσύγκριτος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί με ιδιαίτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + συγκρίνω.