ὀμιχλήεις
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
εσσα, εν, A misty, Coluth.208 (cj. Herm. for ἀμιχθαλόεντος); βέρεθρον Nonn.D.35.276; λαός, of the Cyclopes, ib.28.173.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλήεις: Ἰων. ὀμιχλ-, εσσα, εν, πλήρης ὀμίχλης, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 57.
Greek Monolingual
ὀμιχλήεις και ὁμιχλήεις, -εσσα, -εν (Α)
ομιχλώδης, γεμάτος ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. μοχθ-ήεις, τολμ-ήεις)].