ὀξάλειος
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A sourish, συκαῖ Apollod.Car.25.3.
German (Pape)
[Seite 351] und ὀξάλιος, säuerlich; eine Art Feigen, ὀξάλεια, Ath. III, 76 a aus Apollod. Caryst. und VLL., s. ὄξαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξάλειος: -ον, «ξινός», τὰ λοιπὰ μὲν γὰρ ὀξαλείους χωρία συκᾶς φέρει, τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Προικιζομένῳ». - Καθ’ Ἡσύχ. «ὀξάλεια· εἶδος σύκων».
Greek Monolingual
ὀξάλειος, -ον (Α) οξαλίς, -ίδος
1. όξινος, ξινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξάλεια
(κατά τον Ησύχ.) «εῑδος σύκων».