ὀρνεάζομαι
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A carry the head high, like a fowler looking out for birds, Com.Adesp. 1202.
German (Pape)
[Seite 382] Vögel fangen, u. übertr., sprichwörtlich, den Kopf in der Höhe tragen, wie ein Vogelsteller, der Vögel sucht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεάζομαι: ἀποθ., θηρεύω ὄρνεα, καὶ μεταφορ., κρατῶ τὴν κεφαλήν μου ὑψηλὰ ὡς ὁ ὀρνιθοθήρας ὁ περισκοπῶν πρὸς εὕρεσιν θηράματος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρνεάζομαι (Α) όρνεον
1. ασχολούμαι με το κυνήγι ορνέων
2. μτφ. κρατώ το κεφάλι ψηλά, όπως ο κυνηγός που ψάχνει για το θήραμά του.