ὀστοκατεάκτης
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ου, ὁ, A ossifrage, lammergeyer, Gloss.
Greek Monolingual
ὀστοκατεάκτης, ὁ (Α)
είδος θαλάσσιου αετού που σπάει τα οστά τών θυμάτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατεάσσω, άλλος τ. του κατάγνυμι «σπάω»].