ὀμματουργός

From LSJ
Revision as of 09:29, 26 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "γ" to "γ")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτουργός Medium diacritics: ὀμματουργός Low diacritics: ομματουργός Capitals: ΟΜΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: ommatourgós Transliteration B: ommatourgos Transliteration C: ommatourgos Beta Code: o)mmatourgo/s

English (LSJ)

όν, A = ὀμματοποιός, Iamb.Protr.21.γ.

German (Pape)

[Seite 332] = ὀμματοποιός, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) ὀμματοποιός, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 328 Kiessl.

Greek Monolingual

ὀμματουργός, -όν (Α)
ομματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].