ὁλόκνημος

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκνημος Medium diacritics: ὁλόκνημος Low diacritics: ολόκνημος Capitals: ΟΛΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: holóknēmos Transliteration B: holoknēmos Transliteration C: oloknimos Beta Code: o(lo/knhmos

English (LSJ)

ον, A with the whole shin, σκελὶς ὁ. a ham containing the whole leg, Pherecr.108.13.

German (Pape)

[Seite 325] mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκνημος: -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς ὁλόκνημος, περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13.

Greek Monolingual

ὁλόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι
ὁλομελεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κνήμη (πρβλ. μονό-κνημος)].