ὁμοιόρροπος
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
ον, A of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.
Greek Monolingual
ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισό-ρροπος].