ὑποκαπνίζω
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
A burn for purpose of fumigation, ζειάς Hp.Mul.2.117, cf. Gal.14.551.
German (Pape)
[Seite 1219] Rauch darunter machen, räuchern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαπνίζω: καπνίζω τι κάτωθεν, θυμιῶ, Γαλην. 14. 551.
Greek Monolingual
ὑποκαπνίζω ΝΜΑ
παράγω καπνό για θεραπευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
απολυμαίνω κλειστό χώρο με υποκαπνισμό
μσν.-αρχ.
βάζω φωτιά και παράγω καπνό κάτω από κάτι.