ῥυπώδης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ες, A filthy, dirty, Dsc.1.73, Artem.2.4, al., Vett.Val. 249.25; [ἔμπλαστροι] μελάγχλωροι καὶ ῥ. ὠνομασμέναι Gal.13.460, cf. Cels.5.19.15, al.
German (Pape)
[Seite 852] ες, schmutzig, von schmutzigem Ansehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπώδης: -ες, (εἶδος) ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, Διοσκ. 1. 99.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ ῥύπος
γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός
μσν.
μτφ. εκκλ. βουτηγμένος στην αμαρτία.