πολύγαμος

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγᾰμος Medium diacritics: πολύγαμος Low diacritics: πολύγαμος Capitals: ΠΟΛΥΓΑΜΟΣ
Transliteration A: polýgamos Transliteration B: polygamos Transliteration C: polygamos Beta Code: polu/gamos

English (LSJ)

ον, often-married, or, living in polygamy, Poll.3.48, Ptol.Tetr.183.

German (Pape)

[Seite 660] oft verheirathet, ein Mann, welcher mehrere Frauen, und eine Frau, welche mehrere Männer nimmt, Sp., vgl. Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγᾰμος: -ον, ὁ πολλάκις εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο
/ πολύγαμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους
2. (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές
νεοελλ.
(για γυναίκα)
1. αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους
2. (για γυναίκα) παντρεμένη πολλές φορές
3. φρ. «πολύγαμο φυτό» — φυτό του οποίου ένα άτομο φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάμος (πρβλ. μονό-γαμος). Η λ., ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polygamous].