Ἰόλαος

From LSJ
Revision as of 07:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

English (Slater)

̆ιόλᾱος (-ος, -ου, οἰ coni., -ᾳ, -ον:
   1 ϝιολ- (O. 9.98), (P. 9.79), (P. 11.60), (I. 1.16), fr. 169. 47.) son of Iphikles, companion of Herakles. σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος in Thebes, where games were held in honour of him and Herakles (O. 9.98) ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν (= καιρὸν) ἑπτάπυλοι Θῆβαι· τόν, Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ, κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο (P. 9.79) τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.60) Λαομέδοντα δ' εὐρυσθενὴς Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν ἔπερσεν (Σ, Tricl.: Ἰόλα codd.) (N. 3.37) ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (Mommsen: Ἰολάου codd.) (I. 1.16) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (I. 5.32) ἀμφ' Ἰόλαον ἱππόμητιν (I. 7.9) καὶ Ἰολαο[ς ἐ]ν ἑπταπύλοισι μένω[ν x Θήβαις Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (supp. Lobel) fr. 169. 47.

Russian (Dvoretsky)

Ἰόλᾱος: атт. Ἰόλεως, дор. Ἰόλᾱς, ου ὁ Иолай
1) сын Ификла и Автомедусы, двоюродный брат Геракла, его верный друг, спутник и возница Hes. etc.;
2) сын Антипатра и брат Кассандра Македонского, главный виночерпий Александра Македонского Plut.