σπλάγχνα

From LSJ
Revision as of 13:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

English (Slater)

σπλάγχνα (τά.)
   1 womb ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα (O. 6.43) ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν (N. 1.35) “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 18.

Greek Monolingual

τα, Ν
βλ. σπλάγχνο.

Frisk Etymological English

See also: s. σπλήν.

Frisk Etymology German

σπλάγχνα: {splágkhna}
See also: s. σπλήν.
Page 2,769