λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
adv.dans l’abondance (vivre).Étymologie: δαψιλής.
δαψῐλῶς: Theocr. δαψῐλέως обильно, в изобилии (ζῆν Xen.; χρῆσθαι Arst.; μᾶλα κυλίνδειν τινί Theocr.; παρέχειν πάντα Diod.).