τειχύδριον
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.
Greek (Liddell-Scott)
τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρό τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
τειχύδριον: τό, υποκορ. του τεῖχος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τειχύδριον: τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.
Middle Liddell
τειχύδριον, ου, τό, [Dim. of τεῖχος, Xen.]