ἀνεικαιότης

From LSJ
Revision as of 10:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεικαιότης Medium diacritics: ἀνεικαιότης Low diacritics: ανεικαιότης Capitals: ΑΝΕΙΚΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: aneikaiótēs Transliteration B: aneikaiotēs Transliteration C: aneikaiotis Beta Code: a)neikaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, levelheadedness, discretion, Chrysipp.Stoic. 2.40, Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.

German (Pape)

[Seite 220] ητος, ἡ, Besonnenheit, Vorsicht, Diog. L. 7, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεικαιότης: -ητος, ἡ, διάκρισις, φρόνησις, Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 2, Διογέν. Λ. 7. 46.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
equilibrio, ponderación al emitir un juicio τὴν [ἀ] προπτωσί[αν] τιμῶμ[ε] ν καὶ τὴν [ἀνει] καιότ[η] τα Chrysipp.Stoic.2.39.40, cf. Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.

Greek Monolingual

ἀνεικαιότης, η (Α)
διάκριση, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνεικαιότης: ητος ἡ осмотрительность, осторожность Diog. L.