ἀνεικαιότης
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
-ητος, ἡ, levelheadedness, discretion, Chrysipp.Stoic. 2.40, Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
equilibrio, ponderación al emitir un juicio τὴν [ἀ] προπτωσί[αν] τιμῶμ[ε] ν καὶ τὴν [ἀνει] καιότ[η] τα Chrysipp.Stoic.2.39.40, cf. Arr.Epict.3.2.2, D.L.7.46.
German (Pape)
[Seite 220] ητος, ἡ, Besonnenheit, Vorsicht, Diog. L. 7, 46.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεικαιότης: ητος ἡ осмотрительность, осторожность Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεικαιότης: -ητος, ἡ, διάκρισις, φρόνησις, Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 2, Διογέν. Λ. 7. 46.
Greek Monolingual
ἀνεικαιότης, η (Α)
διάκριση, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»].