ἀφαυρότης
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ητος, ἡ, feebleness, τῶν αἰσθήσεων Anaxag.21.
German (Pape)
[Seite 408] ητος, ἡ, Schwäche, αἰσθήσεων Anaxag. bei Sext. Emp. adv. Math. VII, 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαυρότης: -ητος, ἡ, ἀδυναμία, Ἀναξαγ. Ἀποσπ. 25.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ debilidad ἀ. τῶν αἰσθήσεων Anaxag.B 21.
Greek Monolingual
ἀφαυρότης, η (Α) αφαυρός
αδυναμία, ασθένεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀφαυρότης: ητος ἡ слабость, бессилие (τῶν αἰσθήσεων Anax. ap. Sext.).