περίρροος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, contr. περίρρους, ουν, A = περίρρυτος, Hdt.1.174. 2 flowing round, γῆς π. ὠκεανός Aristid.Or.43(1).24. II Subst., = περιρροή 1, J.AJ18.9.1. 2 = περιρροια ΙΙ, Hp.Epid.1.26.δ, 3.17.i†/, Coac.629.
Greek (Liddell-Scott)
περίρροος: -ον, συνῃρ. περίρρους, ουν, = περίρρυτος, Ἡρόδ. 1. 174. 2) ὁ ῥέων ὁλόγυρα, γῆς π. ὠκεανὸς Ἀριστείδ. 1. 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = περιρροή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 1. 2) = περίρροια ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 976, πρβλ. 221G, 1117Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monotonic
περίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περίρροος: стяж. περίρρους 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.