αιμοβόρος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α αἱμοβόρος, -ον)
αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμα
νεοελλ.
1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος
2. επιθετικός, άγριος
αρχ.
1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα
2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -βορος < βορά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοβορία, αιμοβόρικος].