αιμοβορία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
και μοβορία, η
το να είναι κανείς αιμοβόρος, θηριωδία, σκληρότητα, απανθρωπιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιμοβόρος
η λ. πλάστηκε από τον ιστορικό Αμβρόσιο Φραντζή].