αιμοβορία
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
και μοβορία, η
το να είναι κανείς αιμοβόρος, θηριωδία, σκληρότητα, απανθρωπιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιμοβόρος
η λ. πλάστηκε από τον ιστορικό Αμβρόσιο Φραντζή].