κλεψιμαῖος

From LSJ
Revision as of 01:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψῐμαῖος Medium diacritics: κλεψιμαῖος Low diacritics: κλεψιμαίος Capitals: ΚΛΕΨΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klepsimaîos Transliteration B: klepsimaios Transliteration C: klepsimaios Beta Code: kleyimai=os

English (LSJ)

α, ον, = κλοπιμαῖος, stolen, LXX To.2.13, PLond.2.422.3 (iv A.D.). Adv. -αίως, = Lat. furtim, Dosith.p.412 K.

German (Pape)

[Seite 1449] = κλοπιμαῖος, gestohlen, Tobias 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψῐμαῖος: -α, -ον, = κλοπιμαῖος, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο και κλεψιμιός, -ά, -ό (AM κλεψιμαίος, -αία, -ον, Μ και κλεψίμιος, -ία, -ον και κλεψιμίος, -α, -ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος
νεοελλ.-μσν.
1. κρυφός, απαγορευμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και κλεψιμίο(ν)
το κλεμμένο πράγμα, το κλοπιμαίο.
επίρρ...
κλεψιμαίως (Α)
με κλέφτικο τρόπο, με κλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Εμφανίζει το ίδιο θ. κλεψι- με τα πάμπολλα σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (πρβλ. κλεψίλογος, κλεψίνους κ.λπ.) + κατάλ. -ιμαῖος, όπως και το κλοπ-ιμαῖος (< κλόπ-ιμος < κλοπή)].