σωματοτροφεῖον

From LSJ
Revision as of 10:55, 13 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοτροφεῖον Medium diacritics: σωματοτροφεῖον Low diacritics: σωματοτροφείον Capitals: ΣΩΜΑΤΟΤΡΟΦΕΙΟΝ
Transliteration A: sōmatotropheîon Transliteration B: sōmatotropheion Transliteration C: somatotrofeion Beta Code: swmatotrofei=on

English (LSJ)

τό, a place where slaves are kept, slave-depot, D.S. 34.2.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο ἢ ἐτηροῦντο δοῦλοι, Λατ. ergastulum, Διοδ. Ἐκλογ. 525, 78, 598. 75.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χώρος όπου έτρωγαν δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφεῖον.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοτροφεῖον: τό помещение для рабов Diod.