αριστείο

From LSJ
Revision as of 10:22, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

, το (Α άριστεῑα, τα κ. ιων. -ήϊα) αριστεύω
η αμοιβή, το έπαθλο που απονέμεται για ανδρεία ή γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
το πρώτο βραβείο, τα πρωτεία για επίδοση και υπεροχή στις σπουδές ή στην κοινωνική και ηθική κυρίως δράση
αρχ.
(στον ενικό) τὸ ἀριστεῖον
μνημείο ανδρείας ή γενναιότητας.