συμπόσιο
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
το / συμπόσιον ΝΜΑ συμπότης
1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ
β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω», Μιχ. Αττ.)
2. (αρχ. φιλολ.) ως κύριο όν. Συμπόσιον
διάλογος του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο αντικείμενο είναι η ανεύρεση της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική θέαση της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο κάλλος
νεοελλ.
άτυπη συνάντηση εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό θέμα (α. «επιστημονικό συμπόσιο» β. «συμπόσιο ποίησης»)
αρχ.
1. ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο συμπόσιο
2. το τραπέζι ή το δωμάτιο του συμποσίου.
Greek Monolingual
το / συμπόσιον ΝΜΑ συμπότης
1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ
β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω», Μιχ. Αττ.)
2. (αρχ. φιλολ.) ως κύριο όν. Συμπόσιον
διάλογος του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο αντικείμενο είναι η ανεύρεση της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική θέαση της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο κάλλος
νεοελλ.
άτυπη συνάντηση εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό θέμα (α. «επιστημονικό συμπόσιο» β. «συμπόσιο ποίησης»)
αρχ.
1. ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο συμπόσιο
2. το τραπέζι ή το δωμάτιο του συμποσίου.