στυλοπάτι
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].
Greek Monolingual
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].