στυλοπάτι
Greek Monolingual
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].
Greek Monolingual
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].