συγκατασπώ

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)
2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)
3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαι
πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].

Greek Monolingual

-άω, Α
1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)
2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)
3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαι
πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].