Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λάγειος

From LSJ
Revision as of 02:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάγειος Medium diacritics: λάγειος Low diacritics: λάγειος Capitals: ΛΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: lágeios Transliteration B: lageios Transliteration C: lageios Beta Code: la/geios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, = λαγῷος, λ. κρέα Hp.Aff.43, Orib.3.3.6; κρέας λάγειον Sor.1.51. (From Ion. λαγός = λαγώς.)

German (Pape)

[Seite 3] vom Hafen, λαγώς, VLL., bes. κρέας.

Greek (Liddell-Scott)

λάγειος: [ᾰ], -ον, ὡσαύτως α, ον, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ λαγῷος, λ. κρέα Ὀρειβ. ἐν Συλλ. Ἰατρ. 3. 3.

Greek Monolingual

λάγειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.).

Greek Monolingual

λάγειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει στον λαγό ή προέρχεται από αυτόν, λαγήσιος («λάγεια κρέα», Ιπποκρ.).